Σκόπευα να εγκαινιάσω το ιστολόγιο με κάτι πιο μεγαλεπήβολο (ενδεχομένως και πιο ενδιαφέρον), αλλά αναγκάζομαι να το αναβάλω για λίγο μέχρι να έχω αρκετό ελεύθερο χρόνο για να συγκεντρωθώ. Προς το παρόν, θα περιοριστώ σε μια είδηση που αφορά εμένα προσωπικά.
Δεν είναι τόσο καινούργια, κι ωστόσο δεν είναι ακόμα ώρα να τα αποκαλύψω όλα. Πριν από μερικούς μήνες, υπέγραψα συμβόλαιο για το καινούργιο μου βιβλίο με τον καλύτερο πιθανότατα εκδοτικό που θα μπορούσα να σκεφτώ για την περίπτωσή μου. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα δυσκολεύομαι να το πιστέψω –θα πρέπει να πιάσω πρώτα στα χέρια μου το βιβλίο–, αλλά ο ενθουσιασμός μου δεν κρύβεται. Και, μια και δεν μπορώ να πω ακόμα πολλά παραπάνω γι’ αυτή την υπόθεση, πολύ λίγα λόγια για το βιβλίο:
Πρόκειται, και πάλι, για συλλογή διηγημάτων. Πότε γέρνει λίγο προς το spec fic, πότε πάλι πατάει σχεδόν εξ ολοκλήρου στο literary fiction. Οι ιστορίες αφορούν διάφορα θέματα, διαδραματίζονται σε διάφορες εποχές και τόπους (ή μη τόπους), το αφηγηματικό ύφος ποικίλει. Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο που συνδέει όλες αυτές τις ετερόκλητες ψηφίδες: η μουσική. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, όλα τα διηγήματα έχουν κάπου στον πυρήνα τους τη μουσική – άσχετα με το ποιο είναι εν τέλει το πραγματικό θέμα τους.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι βέβαιος κατά πόσον αυτό το αποφάσισα συνειδητά ή αν είδα κάποια στιγμή ότι προς τα εκεί πήγαινε το πράγμα και το συνέχισα έτσι. Όπως είναι αλήθεια και ότι στα κείμενά μου τα τελευταία χρόνια είναι πολύ δύσκολο να μη βρει κανείς έστω και λίγη μουσική. Τυχαίο δεν είναι, σαφώς. Το δεύτερο μεγάλο πάθος μου μετά τη συγγραφή είναι ακριβώς αυτό – και με μεγάλη μου χαρά μπορώ να δηλώσω ότι έχω πλέον βελτιωθεί σημαντικά και ως οργανοπαίχτης (δεν θα τολμούσα ποτέ να αυτοχαρακτηριστώ μουσικός).
Δεν έχω να πω πολλά ακόμη προς το παρόν. Βρισκόμαστε σε αναμονή. Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι οι ευχαριστίες μου προς τον Αντώνη Πάσχο. Ξέρει αυτός γιατί.